- μετενσωματουμένας
- μετενσωματουμένᾱς , μετενσωματόομαιto be put into another bodypres part mp fem acc plμετενσωματουμένᾱς , μετενσωματόομαιto be put into another bodypres part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.